- χρωμοφωτογραφία
- η1. η μέθοδος φωτογραφίας των χρωμάτων.2. η φωτογραφική εικόνα που πάρθηκε με τη μέθοδο αυτή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χρωμοφωτογραφία — η, Ν 1. φωτογράφιση τών αντικειμένων με τα χρώματά τους 2. έγχρωμη φωτογραφική εικόνα, έγχρωμη φωτογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρώμα + φωτογραφία. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στο περιοδικό Φύσις] … Dictionary of Greek
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek